- καταδενδρος
- κατάδενδροςκατά-δενδρος2поросший деревьями
(χώρα Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χώρα Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατάδενδρος — thickly wooded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδενδρος — η, ο (Α κατάδενδρος, ον) γεμάτος δένδρα («κατάδενδρο νησί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δένδρος (< δένδρος), πρβλ. έν δενδρος, σύν δενδρος] … Dictionary of Greek
κατάδενδρον — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem acc sg κατάδενδρος thickly wooded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδένδροις — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδένδρου — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδένδρους — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδένδρων — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδένδρῳ — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδενδρα — κατάδενδρος thickly wooded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδενδροι — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek